ερμηνεύω

ερμηνεύω
(AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς]
1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό
2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο
3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) εξακριβώνω την αληθινή έννοια ενός νόμου
μσν.- νεοελλ.
μεταφράζω αρχαίο κείμενο
μσν.
1. δίνω απάντηση
2. (για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω
3. δηλώνω, γνωστοποιώ
4. κάνω λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον
5. δίνω εντολή
6. συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, γίνομαι προξενητής
αρχ.
1. με λέξεις εκφράζω τα νοήματα μου
2. περιγράφω («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῑλον»)
3. ομιλώ μέ σωστή άρθρωση
4. μέσ. ἑρμηνεύομαι
εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. ορμηνεύω < σορμηνεύω < σου ερμηνεύω (πρβλ. οχτρός < ο εχθρός), με τη σημασία όμως «καθοδηγώ, νουθετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑρμηνεύω — interpret pres subj act 1st sg ἑρμηνεύω interpret pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερμηνεύω — ερμηνεύω, ερμήνευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ερμηνεύω — ερμήνεψα, ερμηνεύτηκα, ερμηνευμένος 1. εξηγώ, κάνω κάτι κατανοητό: Το δικαστήριο έτσι ερμήνεψε το νόμο. 2. εξηγώ λέξη ή κείμενο, μεταφράζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑρμηνεύετε — ἑρμηνεύω interpret pres imperat act 2nd pl ἑρμηνεύω interpret pres ind act 2nd pl ἑρμηνεύω interpret imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμηνεύσουσι — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 3rd pl (epic) ἑρμηνεύω interpret fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρμηνεύω interpret fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμηνεύσουσιν — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 3rd pl (epic) ἑρμηνεύω interpret fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρμηνεύω interpret fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμηνεύσω — ἑρμηνεύω interpret aor subj act 1st sg ἑρμηνεύω interpret fut ind act 1st sg ἑρμηνεύω interpret aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμηνεύῃ — ἑρμηνεύω interpret pres subj mp 2nd sg ἑρμηνεύω interpret pres ind mp 2nd sg ἑρμηνεύω interpret pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρμηνευμένα — ἑρμηνεύω interpret perf part mp neut nom/voc/acc pl ἡρμηνευμένᾱ , ἑρμηνεύω interpret perf part mp fem nom/voc/acc dual ἡρμηνευμένᾱ , ἑρμηνεύω interpret perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμηνευθησόμενον — ἑρμηνεύω interpret fut part pass masc acc sg ἑρμηνεύω interpret fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”